τελεστικος

τελεστικος
    τελεστικός
    3
    1) связанный с посвящением в таинства
    

(ἐπίπνοια Plat.)

    2) проникнутый таинствами, посвященный в таинства
    

(βίος Plat.; σοφία Plut.)

    3) умеющий доводить до конца, целеустремленный
    

(τ. καὴ ἀνυστικός Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τελεστικος" в других словарях:

  • τελεστικός — fit for finishing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικός — ή, όν, Α [τελεστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.) 2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.) 3. κατάλληλος για μύηση …   Dictionary of Greek

  • τελεστικά — τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc pl τελεστικά̱ , τελεστικός fit for finishing fem nom/voc/acc dual τελεστικά̱ , τελεστικός fit for finishing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικῶν — τελεστικός fit for finishing fem gen pl τελεστικός fit for finishing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικόν — τελεστικός fit for finishing masc acc sg τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικώτατα — τελεστικός fit for finishing adverbial superl τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικώτατον — τελεστικός fit for finishing masc acc superl sg τελεστικός fit for finishing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικαῖς — τελεστικός fit for finishing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικαί — τελεστικός fit for finishing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικοῖς — τελεστικός fit for finishing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστικοί — τελεστικός fit for finishing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»